-
1 πολλῇ
многоммногой πολλήΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολλῇ
-
2 πολλή
многаямногий πολλῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολλή
-
3 Πολλή φασαρία για το τίποτα
• Много шума из ничегоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πολλή φασαρία για το τίποτα
-
4 πολλή
многий, много -
5 Η πολλή αγάπη φέρνει και πολλή αμάχη
• От любви до ненависти один шагИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η πολλή αγάπη φέρνει και πολλή αμάχη
-
6 ηλιθα
adv. немало, изрядно, довольноληῒς ἤ. πολλή Hom. — немалая добыча;
φύλλων χύσις ἤ. πολλή Hom. — большая груда (опавшей) листвы -
7 πολυς
πολλή, πολύ (ῠ) (gen. πολλοῦ - эп. πολέος, πολλῆς, πολλοῦ, pl. πολλοί, πολλαί, πολλά - эп. πολέες, стяж. πολεῖς, πολέα; compar. πλείων, πλεῖον и πλέων, πλέον, superl. πλεῖστος 3)1) многочисленный(πολὺς λαός, πολλοὴ ἑταῖροι, πολλοὴ Τρώων Hom.)
οἱ πολέες τε καὴ ἐσθλοί Hom. — много храбрецов;πονηροὴ καὴ πολλοί Arph. — многие дурные люди;πολλὰ καὴ ἀγαθά или πολλ΄ ἀγαθά Xen. — много прекрасных вещей;πολὺν λόγον ποιεῖσθαι περί τινος Plat. — много говорить о чем-л.;πολύς τις Xen. etc. — многие, не один;πολλοῦ π. Arph. — чрезвычайно многочисленный2) большой, значительный, обширный, широкий(πεδίον Hom.; πέλαγος Soph.)
τῆς γῆς οὐ πολλή Thuc. — небольшой участок земли3) длинный, далекий(ὁδός Her.; πορεία Plat.)
4) долгий, продолжительный(χρόνος Hom.)
οὐ πολὺν χρόνον Soph., Plat.; — в течение недолгого времени, недолго;(ἐκ) πολλοῦ χρόνου Xen., Arph., Polyb.; — с давнего времени, давно;5) сильный, громкий(κέλαδος Hom.; ὕμνος Pind.; βοή Soph.)
6) сильный, проливной(ὑετός Hom.; ὄμβρος Hes.)
7) глубокий, крепкий(ὕπνος Hom.)
πολλέ σιγή Her. — глубокое молчание8) сильный, могучий, могущественный(μέγας καὴ π. Her.; π. καὴ τολμηρός Dem.)
9) ревностный, усердныйπ. ἦν πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Polyb. — он усердно был занят приготовлениями
10) важный, ценныйπολέος (= атт. πολλοῦ) ἄξιος Hom. — ценный, дорогой;
πολὺ ἐστί τι Xen. что-л. — весьма важно;περὴ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι Her., Xen.; — придавать чему-л. большое значение;ἐπὴ πολλῷ Dem. — по высокой цене - см. тж. πολλά, πολλοί, πολλόν, πολλός, πολύ, πλείων (πλέων) и πλεῖστος -
8 εργασία
η1) работа, дело; занятие, деятельность;χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;
έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;
οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила
свою деятельность;2) служба, работа;μισθωτή εργασία — работа по найму;
πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;
ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;
3) работа, профессия;ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;
σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;
παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;
έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;
παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;
5) работа, произведение;χειροποίητη εργασία — ручная работа;
καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;
πτυχιακή εργασία — дипломная работа;
6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;
7) πλ. работа; деятельность;οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;
οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;
κύκλος εργασίών — цикл работ
-
9 απουσια
ἥ1) отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.2) нехватка, недостаток(ἀ. πολλή Arst.)
3) убыль4) истечение семени -
10 ασφαλεια
ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη ἥ1) безопасность, защита(πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.)
ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. — восстановить безопасность города;ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. — гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.;δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. — бежать (стать) под чью-л. защиту;δεηθεὴς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. — он получил право безопасного прохода2) безопасный момент3) безопасное место, убежище4) уверенностьἀ. πολλή (ἐστιν) μέ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. — можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами
5) гарантия, разрешение6) достоверность, незыблемость, убедительностьἀ. λόγου Xen. — неопровержимый довод
-
11 διακελευσμος
-
12 δοκιμη
ἥ1) испытание, бедствие2) проверка, доказательствоἵνα γνῶ τέν δοκιμέν ὑμῶν NT. — чтобы мне испытать вас -
13 δωρεω
чаще med.1) приносить в дар, дарить(δῶρον Hes.; med. τινί τι Hom., Aesch., Her., Xen., Plat.)
χώρη οἱ ἐδωρήθη πολλή Her. — ему была пожалована в дар большая страна;τὰ παρὰ τῆς τύχης δωρηθέντα Isocr. — дары судьбы2) одарять(τινά τινι Her., Aesch., Plat.)
3) предлагать в дар(φίλων χρυσὸν δωρουμένων οὐκ εἰσεδέξατ΄ οἶκον Eur.)
-
14 επιβοηθεω
ион. ἐπιβωθέω приходить на помощь, помогать(τινι Xen., Her. и ἐπί τινα Xen.; πολλῇ χειρί Thuc.)
-
15 ερις
- ιδος ἥ (acc. ιν и ιδα)1) схватка, борьба, бойἔ. πτολέμοιο Hom. и ἔ. μάχης Xen. — вооруженная схватка;
ἔριδι или ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, тж. ἔριδα ξυνάγειν Ἄρηος Hom. — вступить в бой, начать сражение2) ссора, спор, раздор, вражда(ἔριν συμβάλλειν τινί Eur.)
κατ΄ ἔριν Plat. — в порядке спора, через раздоры;ἐν πολλῇ πρὸς ἀλλήλους ἔριδι εἶναι Thuc. — сильно враждовать между собой3) соперничество, состязаниеἔ. ἔργοιο Hom. — соревнование в труде;
ἔ. χερσί Hom. — состязание в силе рук;κατ΄ ἔριν τέν Ἀθηναίων Her. — из-за соперничества с афинянами;τινὰς εἰς ἔριν συμβάλλειν Xen. — возбудить соревнование между кем-л. -
16 ευανδρεω
1) изобиловать людьми, быть густо населенным2) быть крепким, сильным -
17 ευτυχια
ион. εὐτῠχίη ἥ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех(ἥ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.)
-
18 θαλια
ион. θᾰλίη ἥ1) изобилие, довольство, роскошь2) только pl. пир, празднество(δαῖτες καὴ θαλίαι Arph.; τερπωλαὴ καὴ θαλίαι Plut.)
τέρπεται ἐν θαλίῃς Hom. — (Геракл на Олимпе) наслаждается пиром;οἱ Αἰγύπτιοι ἔσαν ἐν θαλίῃσι Her. — египтяне пировали -
19 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
20 καταχωννυμι
1) засыпать, заваливать(τινά Her.)
; забрасывать(τινὰ λίθοις Arph.; πολλῇ γῇ τι Plut.; τινὰ τοῖς λόγοις Plat.)
σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. — варвары засыпали их стрелами;τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Plat. — первоначально установленные наименования затемнены теми, кто хотел сделать их выспренними2) хоронить(γραῦν τινα ζῶσαν Plut.)
См. также в других словарях:
πολλή — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολλῇ — πολύς many fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλή — πολύς many fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
πάμπολυς — πολλη, πολη (ΑΜ πάμπολυς, πόλλη, πολυ, Α θηλ. και πάμπολλος) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα ή το μέγεθος («πάμπολυ στράτευμα», Ξεν.) νεοελλ. (ιδίως στον πληθ.) πάμπολλοι, ες, α άπειροι στον αριθμό, απειράριθμοι, αναρίθμητοι αρχ. (το… … Dictionary of Greek
υπέρπολυ — πολλη, πολυ / ὑπέρπολυς, πόλλη, πολυ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπέρπολλος, η, ον, και τ. ουδ. ὑπέρπουλυ, Α [πολύς / πολλός] πάρα πολύς, υπέρμετρος … Dictionary of Greek
πολλῆι — πολλῇ , πολύς many fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… … Dictionary of Greek
περισπούδαστος — η, ο / περισπούδαστος, ον, ΝΜΑ [περισπουδάζω] νεοελλ. 1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα») 2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη,… … Dictionary of Greek
πολυπικραίνω — και πολυπρικαίνω / πολυπικραίνω ΝΜ 1. πικραίνω πολύ, δίνω μεγάλη πίκρα, πολλή θλίψη σε κάποιον 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πολυπικραμένος και πολυπρικαμένος και, μσν. τ., πολυπικραμμένος, η, ο(ν) α) αυτός που δοκίμασε πολλή πίκρα, ο βαθιά λυπημένος… … Dictionary of Greek